- εκκολαπτικός
- η , ό[ν] предназначенный для вылупливания цыплят;
εκκολαπτική μηχανή — инкубатор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκκολαπτική μηχανή — инкубатор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκκολαπτικός — ή, ό αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στην εκκόλαψη … Dictionary of Greek
εκκολαπτικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμεύει στην εκκόλαψη (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)